- περίτρανος
- -η, -οεπίρρ. -α ο πολύ τρανός, ολοφάνερος: Περίτρανη απόδειξη, περίτρανο παράδειγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίτρανος — very distinct masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτρανος — η, ο / περίτρανος, ον ΝΜΑ απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ») νεοελλ. φημισμένος, περίφημος μσν. αρχ. αυτός που ακούγεται καθαρά αρχ. φρ. «περίτρανα λαλώ» μιλώ με τέλεια άρθρωση. επίρρ...… … Dictionary of Greek
περιτράνως — περίτρανος very distinct adverbial περίτρανος very distinct masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτρανον — περίτρανος very distinct masc/fem acc sg περίτρανος very distinct neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτράνου — περίτρανος very distinct masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτράνῳ — περίτρανος very distinct masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτρανα — περίτρανος very distinct neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek